- επιρριπίζω
- ἐπιρριπίζω (Μ) [ριπίζω]σκουπίζω, σαρώνω («τῇ οὐρᾷ τὴν γῆν ἐπιρριπίζων», Δούκας).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιρριπιζομένη — ἐπιρριπίζω pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρριπίζων — ἐπιρριπίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)